- ευαγγέλιος
- εὐαγγέλιος, ὁ (A) (ΑΜ και εὐαγγέλιος, -ον) [ευάγγελος]αυτός που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, ο ευαγγελικός («εὐαγγέλιος φωνή», Κλήμ. Αλ.)αρχ.1. αυτός που φέρνει ευχάριστη είδηση, καλή αγγελία2. ως επίθ. τού Διός3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Εὐαγγέλιος (ενν. μήνας)μήνας ενός ασιατικού ημερολογίου.
Dictionary of Greek. 2013.